οθεύει

οθεύει
ὀθεύει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄγει, φροντίζει».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όθομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όθομαι — ὄθομαι (Α) μεριμνώ για κάτι ή για κάποιον, προσέχω, φροντίζω ή υπολογίζω κάποιον («σέθεν οὐκ ἀλεγίζω οὐδ ὄθομαι κοτέοντος» δεν σέ υπολογίζω ούτε ενδιαφέρομαι για την οργή σου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πολλοί, επικαλούμενοι την ερμηνεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”